- τοπωνυμικό(ν)
- το топонимика
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τοπωνυμικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα τοπωνύμια 2. το ουδ. ως ουσ. το τοπωνυμικό α) το σύνολο τών τοπωνυμίων μιας περιοχής ή μιας χώρας («τοπωνυμικό τής Κύπρου») β) γραμμ. λέξη που δηλώνει τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνυμία. Η λ. μαρτυρείται… … Dictionary of Greek
τοπωνυμικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με τις τοπωνυμίες: Τοπωνυμικές μελέτες. 2. το ουδ. ως ουσ., τοπωνυμικό το σύνολο των τοπωνυμίων μιας χώρας: Τοπωνυμικό Μακεδονίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλκοπρατεία — τα / χαλκοπρατεῑα, Ν Μ [χαλκοπράτης] (ως τοπωνυμικό στην Κωνσταντινούπολη) αγορά όπου πωλούνται χάλκινα είδη … Dictionary of Greek
Γιακούτ, Αμπού — (1179 – 1229). Άραβας ιστορικός και γεωγράφος. Το πλήρες όνομά του ήταν Γιακούτ αλ Ρούμι, ιμπν Αμπνταλάχ αλ Χαμάμπ, Αμπού Αμπνταλάχ Σιχάμπ ελ Ντιν. Η προσωνυμία Ρούμι (= Ρωμιός, Έλληνας) μαρτυρά την ελληνική καταγωγή του. Πραγματικά ο Γ.… … Dictionary of Greek